- διόπτρᾳ
- διόπτραι , διόπτραoptical instrumentfem nom/voc plδιόπτρᾱͅ , διόπτραoptical instrumentfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διόπτρα — διόπτρᾱ , διόπτρα optical instrument fem nom/voc/acc dual διόπτρᾱ , διόπτρα optical instrument fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
δίοπτρα — τα τα γυαλιά, τα ματογυάλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διόπτρα — η τα κιάλια, το φορητό τηλεσκόπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίοπτρα — δίοπτρον means for seeing through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζιμουθιακή διόπτρα — (Αστρον.). Αστρονομικό όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης ενός ουράνιου σώματος στις συντεταγμένες του ορίζοντα: ύψος και αζιμούθιο. Η διόπτρα του οργάνου μπορεί να μετατοπίζεται κατά μήκος δύο αξόνων, ενός οριζόντιου και… … Dictionary of Greek
διόπτρας — διόπτρᾱς , διόπτρα optical instrument fem acc pl διόπτρᾱς , διόπτρα optical instrument fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόπτραι — διόπτρα optical instrument fem nom/voc pl διόπτρᾱͅ , διόπτρα optical instrument fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόπτραν — διόπτρᾱν , διόπτρα optical instrument fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)